verb

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
verb verbs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

verb (en)



Εσθονικά (et)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

verb (et)



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

verb (ca)



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική-αιτιατική verb verbe
έναρθρο verbul verbele
δοτική-αιτιατική verbului verbelor
κλητική verbule verbelor

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

verb (ro) ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

verb (sv) ουδέτερο