vernaccia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /verˈnat.t͡ʃa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vernaccia (it) θηλυκό (πληθυντικός vernacce)

  1. οποιαδήποτε από τις διάφορες ποικιλίες λευκού σταφυλιού που καλλιεργούνται στη Λιγουρία, στην Τοσκάνη και στη Σαρδηνία
  2. οποιοσδήποτε από τους διάφορους λευκούς οίνους που παράγονται από αυτά τα σταφύλια