vestiarium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vestiarium < vest(is) + -arium

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vestĭārĭum ουδέτερο

  1. το μέρος όπου αποθηκεύονται τα ρούχα
  2. (ενδυμασία) το σύνολο του ρουχισμού, η γκαρνταρόμπα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη vestis

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική vestiarium vestiaria
γενική vestiariī vestiariōrum
δοτική vestiariō vestiariīs
αιτιατική vestiarium vestiaria
κλητική vestiarium vestiaria
αφαιρετική vestiariō vestiariīs
(β' κλίση)

Απόγονοι

[επεξεργασία]

vestiarium (λατινικά)

ιταλικά: vestiario
νέα ελληνικά: βεστιάριο
αγγλικά: vestiarium
γαλλικά: vestiaire
ελληνιστική κοινή: βεστιάριον
μεσαιωνικά ελληνικά: βεστιάριον