vigile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vi.ʒil/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vigile vigiles

vigile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vigile (fr) θηλυκό