vigueur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vigueur vigueurs

vigueur (fr) θηλυκό

  1. η ευρωστία
  2. το σθένος
  3. η ισχύς
    en vigueur - εν ισχύι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και