vinaigrette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

vinaigrette < vinaigre

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.nɛ.ɡʁet/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vinaigrette vinaigrettes

vinaigrette (fr) θηλυκό

  1. η βινεγκρέτ
  2. παλιά δίτροχη άμαξα (το όνομα δώθηκε επειδή έμοιαζε στα οχήματα των πωλητών ξιδιού)

Συγγενικά[επεξεργασία]