vinaigrette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vinaigrette < vinaigre
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.nɛ.ɡʁet/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vinaigrette | vinaigrettes |
vinaigrette (fr) θηλυκό