viol

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
viol viols

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

viol (fr) αρσενικό

  1. ο βιασμός
  2. η παραβίαση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]