violento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
violento (it) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
violento | violenti |
violento (it)
Ρήμα[επεξεργασία]
violento (it)