voltage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

voltage < volt + -age

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /voʊltɪdʒ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

voltage (en)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
voltage voltages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

voltage (fr) αρσενικό