vraisemblable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vraisemblable vraisemblables

vraisemblable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αληθοφανής
  2. πιθανός