wędlina

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wędlina wędliny
γενική wędliny wędlin
δοτική wędlinie wędlinom
αιτιατική wędlinę wędliny
οργανική wędliną wędlinami
τοπική wędlinie wędlinach
κλητική wędlino wędliny

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wędlina (pl) θηλυκό