washer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
washer washers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

washer < wash + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

washer (en)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]