watch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
watch watches

watch (en)

  1. το ρολόι (χειρός)
  2. ο σκοπός
  3. η σκοπιά
  4. η βάρδια

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας watch
γ΄ ενικό ενεστώτα watches
αόριστος watched
παθητική μετοχή watched
ενεργητική μετοχή watching

watch (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παρακολουθώ, βλέπω
    I am watching TV.
    Παρακολουθώ τηλεόραση.
    I watched him to see what he would do.
    Τον παρακολούθησα να δω τι θα κάνει.
    I watched him climbing the wall.
    Τον παρακολούθησα που σκαρφάλωνε τον τοίχο.
    Thank you for watching!
    Ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε!
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) προσέχω
    Watch your head!
    Πρόσεξε το κεφάλι σου!

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]