wear off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | wear off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wears off |
αόριστος | wore off |
παθητική μετοχή | worn off |
ενεργητική μετοχή | wearing off |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
wear off (en)
- περνάω σιγά-σιγά, κάτι εξαφανίζεται ή σταματά σταδιακά
- ↪ The pain in the chest is wearing off but…
- Ο πόνος στο στήθος περνάει σιγά-σιγά αλλά…
- ↪ When the effect of the medicine wore off…
- Όταν πέρασε η επίδραση του φαρμάκου…
- ↪ The pain in the chest is wearing off but…
Πηγές[επεξεργασία]
- wear off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 321, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίδραση, περνώ