werkwoord
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
werkwoord (af)
- (γραμματική) το ρήμα
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
werkwoord (nl) ουδέτερο
- (γραμματική) το ρήμα