wight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
wight < μέση αγγλική wight < αγγλοσαξονική wiht
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wight (en)
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Μέση αγγλική (enm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
wight < αγγλοσαξονική wiht
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wight