wolno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvɔlnɔ/
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

wolno (pl)

  1. αργά, σιγά
  2. επιτρέπεται (επιρρηματικά) με τις έννοιες:
    1. δίνεται ή υπάρχει η άδεια ή η δυνατότητα, δεν απαγορεύεται
      tutaj wolno palić - εδώ επιτρέπεται το κάπνισμα
    2. ζητείται η άδεια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  1. powoli
  2. można

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
  1. szybko
  2. wzbroniono, zabroniono

Συγγενικά

[επεξεργασία]