yezh

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yezh (br) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]