zaimek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zaimek (pl) αρσενικό
- (γραμματική) η αντωνυμία
- zaimek dzierżawczy, nieokreślony, określony, osobowy - κτητική, αόριστη, οριστική, προσωπική αντωνυμία