zapałka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη zapalać
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zapałka (pl) θηλυκό
- το σπίρτο (μόνο με την έννοια του αντικείμενου που χρησιμοποιείται για το άναμμα φωτιάς)
Χρήση[επεξεργασία]
- zapalać zapałkę: ανάβω σπίρτο
- zapalać zapałką: ανάβω με σπίρτο
- pudełko zapałek: κουτί σπίρτα, κουτί με σπίρτα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- dziewczynka z zapałkami: το κοριτσάκι με τα σπίρτα