zasłona
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zasłona (pl) θηλυκό
- η κουρτίνα
- w swoim pokoju mam bawełniane zasłony - στο δωμάτιό μου έχω βαμβακερές κουρτίνες
zasłona (pl) θηλυκό