πρίμα βίστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρίμα βίστα < ιταλική prima vista, πρώτη όψη (εννοείται: ανάγνωση)
Έκφραση[επεξεργασία]
πρίμα βίστα
- παίζω (ένα κομμάτι) πρίμα βίστα - λέγεται για έναν μουσικό που βλέπει μια παρτιτούρα για πρώτη φορά και την εκτελεί σωστά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρίμα βίστα
|