ΑΓΡΕΞ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]ΑΓΡ.ΕΞ. θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο ακρωνύμιο
- νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με αποστολή το συντονισμό και την ενίσχυση των αγροτικών εξαγωγών