ΑΜΚ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]Α.Μ.Κ. θηλυκό, συντομογραφία
- (οικονομία) ενέργεια την οποία πραγματοποιεί μια ανώνυμη εταιρεία με σκοπό να αυξήσει το κεφάλαιο της
- ※ Η ΑΜΚ, [...], θα παράσχει στη ΔΕΗ ισχυρά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση του επικαιροποιημένου επενδυτικού της σχεδίου ύψους 8,4 δισ. έως το 2026, με στόχο την εγκατάσταση ισχύος 9,1 GW από ΑΠΕ.
- Χρύσα Λιάγγου, Εγκρίθηκε η ΑΜΚ της ΔΕΗ και η πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ, Η Καθημερινή, 20 Οκτωβρίου 2021
- ※ Η ΑΜΚ, [...], θα παράσχει στη ΔΕΗ ισχυρά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση του επικαιροποιημένου επενδυτικού της σχεδίου ύψους 8,4 δισ. έως το 2026, με στόχο την εγκατάσταση ισχύος 9,1 GW από ΑΠΕ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ΑΜΚ
|