ΑΝ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ΑΝ <  : Αναγκαστικός Νόμος

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

ΑΝ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο