ΑΣ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΑΣ <
Συντομομορφή
[επεξεργασία]ΑΣ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- Αρχηγείο Στόλου
- Αστυνομικός Σταθμός
- Αθλητικός Σύλλογος
- Αθλητικό Σωματείο