ΓΕΝ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ΓΕΝ <  : Γενικό Επιτελείο Ναυτικού

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

Γ.Ε.Ν. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο

  • η ανώτατη ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού