ΓΟΕΒ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ΓΟΕΒ < Γενικός Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

Γ.Ο.Ε.Β. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Γενικός Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων