ΕΚΠ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΕΚΠ < : Ελάχιστο Κοινό Πολλαπλάσιο
- ΕΚΠ < : Εργατικό Κέντρο Πειραιά
Συντομομορφή
[επεξεργασία]ΕΚΠ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- (μαθηματικά) ο μικρότερος από τα κοινά πολλαπλάσια δύο ή περισσότερων αριθμών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ΕΚΠ
|