ΕΚΠ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. ΕΚΠ <  : Ελάχιστο Κοινό Πολλαπλάσιο
  2. ΕΚΠ <  : Εργατικό Κέντρο Πειραιά

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

ΕΚΠ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. (μαθηματικά) ο μικρότερος από τα κοινά πολλαπλάσια δύο ή περισσότερων αριθμών

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]