ΕΦΕΤ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]Ε.Φ.Ε.Τ. αρσενικό ακρωνύμιο
- ελληνικός δημόσιος φορέας ελέγχου της ποιότητας των τροφίμων
- ※ Τον παθογόνο μικροοργανισμό salmonella spp. βρήκαν σε κατεψυγμένο σουτζουκάκι, τα Εργαστήρια Δοκιμών και Ερευνών Τροφίμων Θεσσαλονίκης του Ε.Φ.Ε.Τ. (Ιωάννης Δασκαλάκης, Ανάκληση τροφίμου από τον ΕΦΕΤ, ΕΡΤ, 2 Σεπτεμβρίου 2020)