ΚΕΝ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΚΕΝ < : Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων.
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Κ.Ε.Ν. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- Το μέρος όπου εκπαιδεύονται οι νεοσύλλεκτοι φαντάροι.