ΟΑΕΕ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ΟΑΕΕ < Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.aˈe/

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

ΟΑΕΕ ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο

  • ελληνικός φορέας κοινωνικής ασφάλισης των ελεύθερων επαγγελματιών
    ※  Με την απόφαση αυτή και εφόσον το υπουργείο Εργασίας προχωρήσει σε άμεση συμμόρφωση, ψηφίζοντας νέα νομοθετική διάταξη –όπως επισημαίνουν οι ειδικοί– ανοίγει η πόρτα για τη συνταξιοδότηση χιλιάδων ασφαλισμένων – οφειλετών στον ΕΦΚΑ, που προέρχονται από τα πρώην ταμεία ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ.
    Ρούλα Σαλούρου, Ανάσα για επαγγελματίες η παραγραφή οφειλών προς ΕΦΚΑ στη 10ετία, Η Καθημερινή, 9 Νοεμβρίου 2021