ΟΒΑ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ΟΒΑ <  : Οπλίτης Βραχείας Ανακατάταξης.

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

Ο.Β.Α. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Έφεδρος οπλίτης που έχει ανακαταταγεί στο στρατό για βραχεία περίοδο 1-3 ετών και ο οποίος λαμβάνει μισθό αντίστοιχο του ομοιόβαθμου μόνιμου συναδέλφου του.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]