ΟΝ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ΟΝ <  : Οίκος Ναύτη

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

Ο.Ν. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο

  • Ο Ο.Ν. είναι ασφαλιστικός φορέας Ελλήνων ναυτικών που υπάγεται στο ΥΕΝ