Οβίκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Οβίκ < άμεσο δάνειο από την αρμενική , άλλη μορφή του Χοβίκ
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Οβίκ αρσενικό, άκλιτο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Οβίκ
|