ΣΕΞ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σεξ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Σ.ΕΞ. < από τα αρχικά των λέξεων Στέρηση Εξόδου.

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

Σ.ΕΞ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο