ΣΕΞ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Σ.ΕΞ. < από τα αρχικά των λέξεων Στέρηση Εξόδου.
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Σ.ΕΞ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
- (στρατιωτική αργκό) η στέρηση εξόδου, η απαγόρευση εξόδου (από στρατόπεδο κ.ά.) που δίνεται σε στρατιώτη ως τιμωρία για κάποιο παράπτωμά του.
- ↪ Έφαγα δύο (μέρες) Σ.ΕΞ.