ΤΘ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΤΘ <
- Ταχυδρομική Θυρίδα
- Τεθωρακισμένα
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Τ.Θ. άκλιτο αρκτικόλεξο
Συντομομορφή
[επεξεργασία]ΤΘ άκλιτο συντομογραφία
- τα Τεθωρακισμένα, στρατιωτικό Όπλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταχυδρομικός όρος
|
στρατιωτικό Όπλο
|