Χάμψας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Χάμψας < αρχαία ελληνική χάμψα (μεταγραφή στα ελληνικά της λέξης κροκόδειλος από τα αιγυπτιακά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο)[1][2]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Χάμψας αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Σκαρλάτος Βυζάντιος, Λεξικόν της καθ'ημάς ελληνικής διαλέκτου, «Χαμψί, Χάμψης καὶ Χάμψας ( ονομάζετο, κατὰ τὸν Ηρόδοτον, καὶ ὀνομάζεται καὶ τὴν σήμερον ἀκόμην ἀπὸ τοὺς Κόπτας, εἰς τὴν Αἴγυπτον ὁ Κροκόδειλος)», 1857, σελ. 390 [1]
  2. «καλέονται δὲ οὐ κροκόδειλοι ἀλλὰ χάμψαι», Ηρόδοτος