Ωρομάσδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ωρομάσδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ὠρομάσδης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ωρομάσδης αρσενικό
- εξελληνισμένη μορφή του Αχούρα Μάζντα