Ωσηέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ωσηέ < αρχαία ελληνική Ὡσηέ < λατινική Osee < εβραϊκή הושע (Hoshe'ah) που σήμαινε "Η σωτηρία του Κυρίου".

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ωσηέ αρσενικό

  1. ένας από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης
  2. ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]