άβαταρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άβαταρ < αγγλική avatar < χίντι अवतार / اوتار (avtār) < σανσκριτική अवतार (avatāra, κάθοδος μιας θεότητας από τον ουρανό) < अव (ava) + √तॄ (√tṝ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άβαταρ ουδέτερο άκλιτο
- (πληροφορική) εικόνα ή σχέδιο που χρησιμοποιείται από χρήστες διαδικτύου σαν ταυτότητα, εκτός από το όνομα ή ψευδώνυμο που έχουν
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- άβαταρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα χίντι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)