άγαρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άγαρ < αγγλική agar < μαλαϊκή agar < σανσκριτική अग्र (agra)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άγαρ ουδέτερο άκλιτο

  • άγαρΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]