έθρεψα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

έθρεψα

  1. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος τρέφω
  2. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος θρέφω