έκαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.ka.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐κα‐μα
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]έκαμα
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κάμνω
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κάνω
- εναλλακτική μορφή: έκανα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αρχαία ελληνικά: ἔκαμον