ήθελε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ήθελε < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ήθελε
- θα μπορούσε να (μόνο σε σταθερές εκφράσεις όπως ό,τι ήθελε προκύψει και ό,τι ήθελε συμβεί)
- ελάτε στο πάρτι ... και ό,τι ήθελε προκύψει
- δεν έχω καμία ευθύνη για ό,τι ήθελε συμβεί
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ήθελε
- γ' ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος θέλω