ήμουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈi.mun/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐μουν
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ήμουν
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής παρατατικού του είμαι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]στα αρχαία ελληνικά: