ίδου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ίδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού ίδης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]ίδου θηλυκό άκλιτο
ίδου θηλυκό άκλιτο