αΐλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Καππαδοκικά (cpg)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αΐλη < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἀγέλη.[1] Συγκρίνετε με το αγέλη (κοινή νεοελληνική)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αΐλη θηλυκό
- η αγέλη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]συνώνυμα σε άλλες διαλέκτους:
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγέλη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.