αέρα κοπανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αέρα κοπανίζω < → δείτε τη λέξη αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας & κοπανίζω

Έκφραση

[επεξεργασία]

αέρα κοπανίζω

  1. σπαταλάω τον χρόνο μου άσκοπα
  2. αερολογώ ή κάνω ανοησίες

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]