αίρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αἴρω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αίρω < αρχαία ελληνική αἴρω ("σηκώνω")

αίρω (μεταβατικό) (αίρομαι (αμετάβατο))

  1. απομακρύνω κάτι αρνητικό
    θα άρουμε τις αδικίες
  2. τερματίζω περιορισμούς, απομακρύνω εμπόδια, παύω συμφωνία, συνθήκη ή συμβόλαιο
    αίρω το casus belli
    αίρω τη βουλευτική ασυλία
    Η Κυβέρνηση αίρει τα μέτρα για την αντιμετώπιση της διασποράς του κορονοϊού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]